εθνοπρεπής

εθνοπρεπής
-ές
αυτός που ταιριάζει στο έθνος ή είναι σύμφωνος με την ιστορία και τις παραδόσεις του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έθνος + -πρεπής < πρέπω. Η λ. μαρτυρείται από το 1881].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εθνοπρεπής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, που πρέπει (αρμόζει) στο έθνος, ο σύμφωνος με την ιστορία και τις παραδόσεις του: Εθνοπρεπής αγωγή των νέων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”